χρυσόπρυμνος

χρυσόπρυμνος
-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοπρύμνῳ — χρῡσοπρύμνῳ , χρυσόπρυμνος with gilded poop masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόπρυμνα — χρῡσόπρυμνα , χρυσόπρυμνος with gilded poop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”